Η “κηδεία” δεν είναι τραγούδι. Είναι ένας άχαρος, θλιβερός, καταπιεσμένα οργισμένος μονόλογος που δεν ευελπιστώ ότι κάποιος από τους ακροατές του “ματωμένου γαλάζιου” θα μπορέσει να τον ακούσει πάνω από μία-δύο, άντε τρεις φορές. Εντάξει, το βρίσκω φυσιολογικό. Όταν ακούς μουσική θέλεις να ακούς μουσική, όχι κάποιον να μιλάει… Από την άλλη όμως έχουμε ξεχάσει να ακούμε δίσκους, να ακούμε ένα έργο από την αρχή μέχρι το τέλος, να δίνουμε χρόνο και το “ματωμένο γαλάζιο” είναι ένα καλλιτεχνικό έργο που το κάθε κομμάτι, αν και αυτοτελές, αποτελεί κρίκο μίας αλυσίδας που διηγείται μία ιστορία. Έτσι, λοιπόν, χωρίς την “κηδεία” το “ματωμένο γαλάζιο” θα ήταν λειψό.
Η μητέρα του πρωταγωνιστή πεθαίνει και όλες οι φιγούρες της ιστορίας μαζεύονται για το τελευταίο αντίο. Η μητέρα στην ιστορία αποτελεί ένα σύμβολο αλλά σε αυτό το θέμα θα επεκταθώ μία άλλη φορά…
Προς το παρόν θα αναφερθώ στα τεχνικά σημεία και στα παραλειπόμενα της δημιουργίας του μονολόγου.
Ήθελα να μπω στο πετσί του ρόλου. Ήθελα να αποτυπώσω αληθινούς ήχους. Ήθελα να βιώσω μία καλλιτεχνική παράνοια, να νιώσω την θλίψη ώστε να μπορέσω να ερμηνεύσω κατάλληλα τα λόγια…
Η λύση ήταν να ηχογραφήσω κηδείες…να παρευρεθώ σε αυτές. Άλλωστε η καταγραφή ήχων δεν μου ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Και άλλες φορές κατά την διάρκεια της δημιουργίας του άλμπουμ προτίμησα να χρησιμοποιήσω αντί μουσικού οργάνου μια ψηφιακή συσκευή ηχογράφησης. Τα παραδείγματα είναι πολλά: “φοβάμαι”, “νύχτα στην πόλη”, “διαδήλωση”. Είναι συναρπαστικό να εγκλωβίζεις ήχους, στιγμές που θα μείνουν για πάντα…
Παρεμπιπτόντως, όσο και αν σας φαίνεται παράξενο, διαπίστωσα ότι κανείς δεν παρατηρεί ή δεν έχει την διάθεση να παρατηρήσει ένα μικρόφωνο που προεξέχει από ένα τσαντάκι ώμου κατά τη διάρκεια μίας κηδείας.
Οι ήχοι δεν ήταν φυσικά τέλειοι…υπήρχαν πάντοτε θόρυβοι οπότε ο Simon ήρθε να ψάξει κι αυτός με τη σειρά του κηδείες στο διαδίκτυο… Μακάβρια διαδικασία ε; Φανταστείτε πόσες φορές άκουσε επικήδειες ακολουθίες και κλάματα για να συνθέσει ένα ηχητικό παζλ που θα συνόδευε την φωνή μου. Σε όλα αυτά πρόσθεσε και τις φτυαριές που εγώ δεν είχα σκεφτεί…Καταπληκτική ιδέα! Ο τρόπος που αυξάνεται η ένταση του ήχου των φτυαριών όσο ο μονόλογος φτάνει στο τέλος του – οπότε και επέρχεται η τελευταία φτυαριά – θεωρώ ότι στήθηκε τόσο όμορφα που όχι μόνο αποτελεί ιδανικό ηχητικό υπόβαθρο στην φωνή που μονολογεί αλλά λειτουργεί και αυτόνομα ως πηγή συναισθηματικού ερεθίσματος.
Εν μέσω όλων αυτών ήρθε η στιγμή της ηχογράφησης. Θα είναι κάτι που θα θυμάμαι για όλη μου την ζωή γιατί ήταν κάτι απίστευτα κουραστικό. Το να μπαίνεις στο ρόλο κάποιου σου απομυζά τρομερή ενέργεια και εκεί συνειδητοποίησα πόσο δύσκολο είναι να είσαι ηθοποιός! Από την άλλη βέβαια, για έναν ηθοποιό αυτό που έκανα μπορεί να είναι εύκολο αλλά σίγουρα εγώ το βρήκα αρκετά κοπιαστικό.
Ηχογραφήσαμε 3 φορές τον μονόλογο. Δεν μπορούσα να το κάνω παραπάνω. Το είπα από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς διαλείμματα και διορθώσεις. Στο τέλος υπήρχε σιγή. Η σιγή δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο από μόνη της αλλά όταν επικρατεί σε ένα στούντιο ηχογραφήσεων και ειδικά μετά από μία ηχογράφηση…ναι…δεν είναι κάτι που είθισται…