31 μουσικά κομμάτια, 30 μουσικοί (και μη), 5 χρόνια ηχογραφήσεων, 131 ώρες ηχογράφησης, 530 ώρες edit, 2 άνθρωποι στην παραγωγή και στο master, 1 σκιτσογράφος, 1 κόμικ, 1 σκηνοθέτης, 1 ντοκιμαντέρ…
Το “ματωμένο γαλάζιο” είναι ο τίτλος της πρώτης μου -ως σόλο καλλιτέχνη- δισκογραφικής δουλειάς. Πρόκειται για ένα concept album, για ένα σύνολο μουσικών κομματιών δηλαδή που ενώνονται μεταξύ τους και συνθέτουν μία ιστορία με αρχή και τέλος. Η ιστορία διαδραματίζεται στην Ελλάδα του σήμερα και αφηγείται την επιστροφή ενός Έλληνα δημοσιογράφου ο οποίος μετά από χρόνια διαμονής στο εξωτερικό επιστρέφει στην πατρίδα του.
Ο χρόνος και η επίδρασή του στους ανθρώπους, τα όμορφα παιδικά χρόνια και οι παρέες που χάνονται, ο έρωτας και ο θάνατός του, η εσωτερική πάλη μίας κοινωνίας που βιώνει μία οικονομικο-πολιτική κρίση ή ακριβέστερα μία κρίση συνείδησης, η χώρα που πληγώνουμε καθημερινά, η κοινωνική υποκρισία, τα λάθη που κάναμε και συνεχίζουμε να κάνουμε ως κοινωνία, η ελευθερία του τύπου, η στάση που πρέπει να έχουμε ατομικά απέναντι στην κοινωνία, η ζωή και ο θάνατος (πάλι ως κομμάτια που εξουσιάζονται από τον κυρίαρχο Χρόνο) είναι θέματα τα οποία διαπραγματεύεται το άλμπουμ.
Οφείλω να ομολογήσω ότι όταν ξεκινούσα τη διαδικασία των ηχογραφήσεων δεν είχα στο μυαλό μου κάτι τόσο μεγάλο. Η ζωή άλλωστε είναι ένα ταξίδι από μόνη της και ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει η επόμενη μέρα. Πολλές φορές άλλα έχεις στο μυαλό σου και άλλα συμβαίνουν στην πορεία. Έτσι λοιπόν συνέβη και με το συγκεκριμένο έργο.
Όλα άρχισαν κάπου στο 2011 όταν ηχογραφούσαμε ακόμα τραγούδια του κόκκινου δίσκου των Chroma. Είχα κάποιες ιδέες οι οποίες αφενός ήταν δύσκολο να γίνουν τραγούδια και να συμπεριληφθούν στον κόκκινο δίσκο (λόγω έλλειψης χρόνου και ανάγκης ενορχηστρώσεων κοινά αποδεκτών από όλους), αφετέρου δεν άρεσαν στους άλλους τέσσερις.
Είναι πολύ φυσιολογικό όταν ανήκεις σε ένα σύνολο (στην προκειμένη περίπτωση σε ένα μουσικό σχήμα) να δέχεσαι την κοινή γνώμη και να συμβιβάζεσαι. Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο κάποιες ιδέες να μην είναι αρεστές σε όλους οπότε και ο δημιουργός αναγκάζεται είτε να τις απορρίψει είτε να τις βάλει στην άκρη και να τις κρατήσει ενθύμιο κάπου στο χρονοντούλαπο της ιστορίας της ζωής του. Παραδέχομαι ότι πολλές φορές αυτή η διαδικασία είναι χρήσιμη, λειτουργεί ως φίλτρο και μπορεί να οδηγήσει σε πολύ ωφέλιμα αποτελέσματα αλλά τότε, ως δημιουργός θεωρούσα ότι κάποιες ιδέες έπρεπε να ηχογραφηθούν και να γίνουν τραγούδια. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω…τις αγαπούσα…ήταν μέρος του εαυτού μου.
Ξεκίνησα λοιπόν δειλά να ηχογραφώ το “τελευταία αγκαλιά”. Και όταν λέω να ηχογραφώ εννοώ σε διάφορα στούντιο και σε διάφορους χώρους (ακόμα και σε σπίτια) ως πείραμα για να βρω τον ήχο μου…μάλλον περισσότερο έπαιζα παρά είχα κάτι στο νου μου. Επειδή η διαδικασία με συνεπήρε (όπως ανέφερα, περισσότερο έπαιζα παρά έκανα δουλειά) άρχισα να ξεθάβω παλιές μου ιδέες ώστε να προχωρήσω εν τέλει στην δημιουργία ενός άλμπουμ με “παραγκωνισμένες ιδέες”… Επίσης, επηρεασμένος από πολύωρες ακροάσεις δίσκων του Tom Waits άρχισα να πειραματίζομαι σε πρόζες και μουσικές επενδύσεις κειμένων. Έγραφα κειμενάκια, γραπτό λόγο και μετά δοκίμαζα να τα ντύσω με μουσική. Ήταν πολύ ενδιαφέρον.
Τότε συνειδητοποίησα ότι πολλά από τα τραγούδια ή τα κείμενα που έγραφα αντλούσαν την έμπνευσή τους από την ελληνική καθημερινότητα της κρίσης. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο θεώρησα πρόκληση και αρκετά ενδιαφέρον να τα ενώσω και να δημιουργήσω μία ιστορία. Δεν ξέρω αν κάτι τέτοιο έχει συμβεί στην ελληνική μουσική…μάλλον ο Σαββόπουλος με το “φορτηγό”.
Τα 7 τραγούδια λοιπόν έγιναν 20 και με την πάροδο των ετών και όταν πια η ιστορία και οι ήρωες της ωρίμαζαν και εξελίσσονταν παράλληλα με εμένα τότε κατέληξα στα 31 κομμάτια.
Όπως ανέφερα, η σύνθεση και η συγγραφή των τραγουδιών αποτέλεσε μία πρωτόγνωρη διαδικασία διότι εξελισσόταν και μεγάλωνε μαζί με εμένα. Επρόκειτο για ένα μεγάλο έργο, την πλοκή του οποίου αλλά και το τέλος αναθεωρούσα συνεχώς. Είναι πολύ διαφορετικό όταν γράφεις ένα τραγούδι μεμονωμένο. Το συλλαμβάνεις, το γράφεις, το ηχογραφείς και τελειώνει. Στην περίπτωση όμως ενός συνόλου κομματιών που συνθέτουν μία ιστορία, τα τραγούδια όπως και η πλοκή εξελίσσονται και μεταλλάσσονται μέχρι η ιστορία να λάβει οριστικά τέλος.
Αντίστοιχα εξερευνητική και εξελικτική ήταν όμως και η διαδικασία των ηχογραφήσεων, τόσο σε ότι αφορά την επιμέλεια της παραγωγής, τον χώρο των ηχογραφήσεων, τους μουσικούς, την προσέγγιση των ηχογραφήσεων όσο και σε σχέση με την αισθητική της τελικής μίξης και την σύνδεση των τραγουδιών.
Για να γίνω πιο σαφής ας σας ταξιδέψω πίσω στο καλοκαίρι του 2013. Τότε πίστευα ότι είχα ολοκληρώσει την ιστορία (όπως προανέφερα όμως, διαψεύσθηκα πολλάκις) οπότε και θεώρησα λογικό να ξεκινήσω να ψάχνω για στούντιο και παραγωγό προκειμένου να αρχίσουν οι ηχογραφήσεις. Σε ότι αφορά τους μουσικούς το μόνο σίγουρο ήταν ότι ο Simon θα έγραφε τύμπανα και κρουστά και εγώ θα αναλάμβανα τις κιθάρες και τα παρεμφερή έγχορδα. Δεν το είχα κάνει όλα αυτά τα χρόνια με τους Chroma και ήθελα πολύ να γράψω τα μέρη των κιθαρών ο ίδιος. Για όλες τις άλλες ηχογραφήσεις οργάνων υπολόγιζα ότι ανάλογα με την ανάγκη του κάθε τραγουδιού θα καλούσα τους εκάστοτε μουσικούς (φίλους ή μη). Άλλωστε, το καλό με τις ηχογραφήσεις είναι ότι δεν είναι απαραίτητο να έχεις μία συγκεκριμένη ομάδα μουσικών, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ζωντανών εμφανίσεων. Το πλάνο μου αυτό αποδείχτηκε επιτυχές και ακολουθήθηκε έως το τέλος.
Άρχισα επαφές με διάφορα στούντιο και παραγωγούς στην Θεσσαλονίκη για να πάρω προσφορές. Υπήρχαν μάλιστα και περιπτώσεις παραγωγών που μου ετοίμασαν κάποιο δείγμα. Οι προσφορές που έπαιρνα τότε αφορούσαν υλικό 21 τραγουδιών. Ήμουν μπερδεμένος ενώ δεν κρύβω ότι με ανησυχούσε και το κόστος. Τότε όμως συνέβη το γεγονός που στάθηκε καταλυτικό για την μετέπειτα πορεία του άλμπουμ.
Ήταν άνοιξη του 2014 όταν ηχογραφούσαμε με τους Chroma την “μαστίχα”. Στο εν λόγω τραγούδι δώσαμε το ελεύθερο στον Simon να αναλάβει την παραγωγή (ενορχήστρωση, edit, μίξη) από την άνεση του σπιτιού του, ηχογραφώντας όμως παράλληλα όσα περισσότερο όργανα μπορούσαμε σε κατάλληλα διαμορφωμένα επαγγελματικά στούντιο. Με αυτό τον τρόπο θέλαμε να συνδυάσουμε την άνεση και οικονομία που προσφέρει ένα home studio με την ανώτερης ποιότητας λήψη ήχου που προσφέρει ένας επαγγελματικός χώρος. Τόσο η προσέγγιση όσο και το αποτέλεσμα με άφησαν απόλυτα ικανοποιημένο οπότε ρώτησα τον Simon αν θα ήθελε να επαναλάβει την ίδια διαδικασία – αυτή την φορά όμως για ένα σύνολο τραγουδιών – στο project που ετοίμαζα.
Ο Simon δεν ήταν άσχετος με το αντικείμενο. Ασχολούταν ερασιτεχνικά με την ηχοληψία και την παραγωγή για τουλάχιστον μία δεκαετία και μην ξεχνάμε ότι τα αρχικά demos των Chroma είχαν δημιουργηθεί εξ ολοκλήρου χάρις σε αυτόν στο home studio του. Όσο όμως το επίπεδο ανεβαίνει τόσο ανεβαίνουν και οι απαιτήσεις. Τι θέλω να πω με αυτό; Από εκείνα τα “άγουρα” χρόνια των Chroma είχαν πια μεσολαβήσει ηχογραφήσεις σε ένα εξαιρετικό στούντιο (το Magnanimus) υπό την επίβλεψη ενός διακεκριμένου παραγωγού (του Γιώργου Πεντζίκη) και τα αυτιά μας τώρα είχαν γίνει πιο εκλεκτικά σε ότι αφορούσε την ποιότητα του ήχου. Αναγνωρίζαμε το “πλαστικό” από το αληθινό, το ωραίο κόψιμο από το βάρβαρο, μια όμορφη ισορροπημένη μίξη από μία ερασιτεχνική.
Δεν ήταν απόλυτα βέβαιος αν θα μπορούσε να αναλάβει ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα αλλά δέχθηκε εφόσον θα του έδειχνα κατανόηση και εμπιστοσύνη. Εγώ απλά αισθανόμουν ευτυχής γιατί θα συνεργαζόμουν με τον κουμπάρο μου, με έναν άνθρωπο που είχαμε ζήσει τόσο πολλά και που ότι και να συνέβαινε θα διατηρούσαμε μία συνεννόηση. Με λίγα λόγια θα ήταν κάτι παραπάνω από παραγωγός στο εγχείρημά μου. Θα ήταν συνοδοιπόρος μου, θα μοιραζόταν τα ίδια όνειρα με εμένα για αυτόν τον δίσκο…κάτι που αποδείχτηκε άλλωστε στην πορεία.
Αυτό που αποδείχτηκε επίσης στην πορεία ήταν ότι και ο ίδιος εξελίχθηκε και βελτιώθηκε ως παραγωγός ήχου. Καταλυτικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η καθοδήγηση του Στράτου Αθανασίου, ιδιοκτήτη του Stone Studio στην Τριανδρία Θεσσαλονίκης όπου και πραγματοποιήθηκαν σχεδόν όλες οι ηχογραφήσεις. Ο Στράτος θα έλεγα ότι επιτέλεσε το ρόλο του μηχανικού ήχου, αν και όπως ανέφερα προσέφερε τελικά πολύ περισσότερα.
Στο στούντιό του κάναμε πρόβες. Είναι ένας πολύ όμορφος, φιλικός και καθαρός χώρος που διαθέτει σύγχρονο υλικοτεχνικό εξοπλισμό. Οφείλω να δηλώσω ότι από όλα τα στούντιο που επισκέφτηκα ήταν ο μόνος που ενδιαφέρθηκε πραγματικά για το εγχείρημά μου και λαμβάνοντας υπόψη ότι το κόστος το επωμιζόμουν ολομόναχος, μου έκανε μία πραγματικά αξιοσημείωτη έκπτωση στο κόστος των ηχογραφήσεων. Έως τότε με τον Simon περιφερόμασταν για ηχογραφήσεις σε διάφορα στούντιο. Καταλάβαμε όμως – ευτυχώς σύντομα – ότι για τη συνοχή του ήχου και του τελικού αποτελέσματος όλες οι ηχογραφήσεις θα έπρεπε να γίνονταν στον ίδιο χώρο.
Όπως προανέφερα, αν και από τον Στράτο είχαμε ζητήσει να επιμελείται απλά των ηχογραφήσεων, αυτός δεν δίσταζε στο να δίνει συμβουλές σε θέματα που άπτονταν της παραγωγής, να βοηθάει τον Simon και να καθοδηγεί τις ηχογραφήσεις, με συνέπεια η συμβολή του να αποτελεί σημαντικό κομμάτι του αποτελέσματος που ακούτε.
Με την ολοκλήρωση κάποιων αρχικών ηχογραφήσεων και αναλογιζόμενος τον χρόνο που θα δαπανούσα για αυτό το project, σκέφτηκα ότι θα άξιζε να κρατούσα “ζωντανές” όλες αυτές τις όμορφες στιγμές που θα ζούσα με τόσους διαφορετικούς ανθρώπους. Θα μου πείτε, ζωντανό μένει όπως και να έχει το ηχητικό αποτέλεσμα αλλά εξίσου όμορφο για να το θυμάται κανείς είναι και το παρασκήνιο, η δημιουργία του αποτελέσματος. Επειδή ένα σημαντικό μέρος των εργασιών το έκανα εγώ, αποφάσισα να κινηματογραφώ τις ηχογραφήσεις στατικά με μία gopro. Είναι εύχρηστη, μικρή, έχει μεγάλο εύρος εικόνας, την τοποθετούσα κάπου και απλά έγραφε.
Όπως όλα όμως σε αυτό το εγχείρημα εξελίσσονταν, έτσι μεταβλήθηκε και η διαδικασία των κινηματογραφήσεων. Αφού πέρασαν τα πρώτα δύο χρόνια συνειδητοποίησα ότι ο όγκος του υλικού ήταν μεγάλος και θα άξιζε να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο για προσωπική χρήση αλλά και για δημόσια. Μου φάνηκε έξυπνο να δημιουργούταν ένα μουσικό ντοκιμαντέρ. Επικοινώνησα με τον Αλέξανδρο Καντόρο του οποίου η δουλειά στο βίντεο κλιπ του “πορτοκαλί” με είχε αφήσει απόλυτα ικανοποιημένο και του μίλησα για το τι ήθελα να κάνω. Ήταν πρόθυμος να συμμετάσχει αλλά τόνισε ότι ένα μουσικό ντοκιμαντέρ όφειλε να έχει κάτι παραπάνω από το να δείχνει ανθρώπους να ηχογραφούν. Το ντοκιμαντέρ όφειλε να έχει ένα δυνατό κεντρικό θέμα.
Θυμάμαι ότι κανονίσαμε μία συνάντηση σε ένα καφέ στο οποίο τελικά καθίσαμε επί ώρες και κατεβάζαμε ιδέες για το ντοκιμαντέρ. Είχε το σημειωματάριό του και έγραφε… Καταλήξαμε στο ότι είχαμε δύο σημαντικά δεδομένα τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν τα βασικά θέματα του ντοκιμαντέρ: α) Το ένα ήταν το θέμα του άλμπουμ που είχε να κάνει με την Ελλάδα, την κρίση και την μετανάστευση και το άλλο β) αφορούσε στο πώς καθημερινοί άνθρωποι, ερασιτέχνες εξακολουθούν να παράγουν τέχνη (το συγκεκριμένο μουσικό άλμπουμ) παρά τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούν, στο περιβάλλον της κρίσης που βιώνει η χώρα μας.
Σε εκείνη την συνάντησή μας επίσης του είχα ζητήσει την άποψή του για το πώς θα μπορούσε να εκδοθεί το τελικό προϊόν του ήχου. Είχα τους ενδοιασμούς μου για την έκδοση υλικού φορέα με την μορφή cd και booklet. Ποιός αγοράζει άλλωστε σήμερα cd;
“Εφόσον είναι μία ιστορία γιατί δεν το εκδίδεις σαν κόμικ-βιβλίο που να έχει μέσα τον υλικό φορέα” πρότεινε ο Αλέξανδρος και κάπως έτσι γεννήθηκε η ανάγκη δημιουργίας του κόμικ.
Από το καλοκαίρι του 2016 μέχρι το καλοκαίρι του 2017 παράλληλα με τις ηχογραφήσεις, τα edits και τις μίξεις που έβαιναν στο τέλος τους, έβαλα ως επιπλέον “μπελά” στο κεφάλι μου τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ και την εξεύρεση κάποιου ατόμου ικανού να ντύσει με εικόνες τα τραγούδια του άλμπουμ.
Σχετικά με το ντοκιμαντέρ, αυτό που μπορώ να σας αποκαλύψω στην προκειμένη στιγμή είναι ότι θα αποτελεί μία αναδρομή των δυσκολιών που συναντήθηκαν, θα περιλαμβάνει σκηνές από τις ηχογραφήσεις και τις φάσεις υλοποίησης του κόμικ ενώ ταυτόχρονα μέσα από τις συνεντεύξεις αρκετών από τους συντελεστές που συμμετείχαν θα παρουσιάζει το πως ερασιτέχνες, καθημερινοί άνθρωποι μεταμορφώνονται σε καλλιτέχνες/μουσικούς με απώτερο σκοπό την έκφραση εντός του συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου στον οποίο ζούμε και των παρουσών συνθηκών που επικρατούν.
Σε ότι αφορά το κόμικ οφείλω να ομολογήσω ότι στάθηκα κάτι παραπάνω από τυχερός στην εξεύρεση του καταλληλότερου ανθρώπου που θα αναλάμβανε την σχεδίασή του. Το όνομα αυτού Δημήτρης Παπαδής και το επάγγελμά του διακοσμητής! Όπως λέει ο ίδιος δεν είναι σκιτσογράφος αλλά για μένα είναι πολύ καλύτερος από επαγγελματίες του είδους.
Ήταν Ιούνιος του 2016 και εγώ για μήνες έψαχνα και δοκίμαζα σκιτσογράφους όταν η αδερφή μου, διακοσμήτρια και αρχιτεκτόνισσα, μου πρότεινε να δω στο facebook τα σκίτσα και γενικότερα την καλλιτεχνική δουλειά ενός πρώην συμφοιτητή της. Να πω την αλήθεια δεν είχα μεγάλες προσδοκίες όμως όταν πρωτοαντίκρυσα την δουλειά του Δημήτρη εξεπλάγην. Επικοινώνησα μαζί του, του εξήγησα τι ήθελα να κάνω και συμφωνήσαμε να μου ετοιμάσει ένα δείγμα του τι μπορούσε να κάνει. 23/7/2016 μου έστειλε το σκίτσο του “σπρέι στον τοίχο”. Δεν ξέρω γιατί αλλά πριν το δω ακόμα ήξερα ότι θα ήταν καταπληκτικό. Διαισθανόμουν ότι ήταν ο άνθρωπός μου! Το σκίτσο όντως ξεπέρασε τις προσδοκίες μου. Έκτοτε, ο Δημήτρης επιμελείται της εικονογράφησης του κόμικ. Είναι ένα έργο που δεν έχει τελειώσει ακόμα διότι όπως προανέφερα ο Δημήτρης δεν είναι επαγγελματίας σκιτσογράφος. Έχει πρωινή δουλειά, περιορισμένο χρόνο και το εν λόγω εγχείρημα θέλει χρόνο, αφοσίωση και πάνω από όλα έμπνευση. Δεν θα μπορούσα να τον πιέσω να ολοκληρώσει ένα κόμικ 31 σκίτσων πλέον εξωφύλλου και οπισθοφύλλου σε ένα χρόνο όταν εγώ δαπάνησα για την δημιουργία αυτού του μουσικού έργου πάνω από 5 χρόνια!
Πέντε χρόνια και βάλε λοιπόν φίλοι μου! Πώς να χωρέσεις τόσα χρόνια, τόσες στιγμές, τόσους ανθρώπους, τόσες δυσκολίες, απογοητεύσεις, τόσες χαρές, τόσες προσδοκίες σε μερικές σελίδες;
“Ματωμένο γαλάζιο” λοιπόν… “Γαλάζιο” για τη χώρα μας, “ματωμένο” για τις πληγές που της προξενούμε. Είναι ένα έργο που ελπίζω να σας αρέσει, να σας ταξιδέψει, να σας ψυχαγωγήσει, να σας κάνει να μπείτε στη θέση του ήρωα της ιστορίας… Όπως και να ‘χει είναι ένα ταξίδι που δεν έχει ακόμα τελειώσει αφού το τέλος μιας ηχογράφησης ενός άλμπουμ σηματοδοτεί ένα νέο ξεκίνημά, αυτό των ακροάσεων… και αυτό είναι το συναρπαστικό! Θα είναι ένα ταξίδι που από εδώ και πέρα θα μοιραστώ μαζί σας.
Σας ευχαριστώ πολύ…
Κωνσταντίνος Σιδηρόπουλος ή αλλιώς… Ferruccelli
Είναι ένα άλμπουμ που πρέπει να ακούσουμε πολλές φορές. Αυτό που μας εξιστορείται είναι μοναδικό. Τριάντα ένα (είπατε κάτι;) τραγούδια, διάφορα ιντερμέδια πρόζας και όσον αφορά το ύφος… Ό,τι θέτε! Ροκ; Hard Rock; Funk; Big band θέματα; Δεν υπάρχει «είδος» που να μην φιλοξενείται εδώ μέσα. Ναι, παιδιά μου, αφήνω έξω τον ακραίο ήχο. Θα έπρεπε τότε να έχει οκτακόσια κομμάτια ο δίσκος. Πρέπει να το μάθει κι άλλος κόσμος. Εξαιρετική δουλειά! Κώστας Κούλης www.noizy.gr
Ενα ενδιαφέρον εγχείρημα από έναν μουσικό της Θεσσαλονίκης, με την αξία του να βρίσκεται στη συνολική ιστορία σε συνδυασμό με ένα κόμικ που επιτυγχάνει στο να αναδείξει τις πτυχές της. Δημήτρης Ορλής www.mixgrill.gr
Η ανάγκη προσωπικής έκφρασης στον καιρό μας μπορεί να οδηγήσει σε πολλούς δρόμους. Έναν δίσκο, ένα κόμικ ίσως, ακόμη και μια θεατρική παράσταση. Ή και όλα αυτά μαζί… Μαριάννα Βασιλείου www.mic.gr
Τα σκίτσα «στέκονται» το καθένα μαζί με το κείμενο ως αυτόνομα εικαστικά έργα, ορίζοντας τον κοινωνικό καθρέπτη τους, ενώ «ιχνηλατούν στιγμές» της ζωής… Tο comic «Ματωμένο Γαλάζιο» είναι μια ποιοτική εκδοτική δουλειά «δημιουργημένη μέσα από τη ψυχή» των Ferruccelli και Δημήτρη Παπαδή,που σου αφήνει συνάμα την αίσθηση της ανάτασης και της σκέψης, γιατί «πόσα κλουβιά είναι αυτές οι μάσκες;» Νίκος Μόσχοβος www.typologos.com
Κριτική για την παράσταση…
Από τα όσα είδαμε στη σκηνή θαρρούμε ακόμη πως το «Ματωμένο Γαλάζιο» ως σύνολο δεν έχει να ζηλέψει τίποτα τα θρυλικά progressive έργα, που δημιούργησαν μπάντες – «μεγαθήρια», που όλοι τις ακούσαμε, καθώς και τις ακούμε. Νίκος Μόσχοβος www.typologos.com